- πευστός
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ὑπήκοος».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφιόπευστος — (Μ) αυτός που ερευνά κρυφά για να μάθει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + πευστος (< πευστός < πυνθάνομαι), πρβλ. ά πευστος, φιλό πευστος] … Dictionary of Greek
φιλόπευστος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «φιλοπευθής, ἡδέως μανθάνων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πευστός (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. ἄ πευστος] … Dictionary of Greek
χρησμοπευστώ — έω, Α συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ χρησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + πευστῶ (< πευστος < πευστός < πεύθομαι / πυνθάνομαι* «πληροφορούμαι»), πρβλ. φιλο πευστῶ] … Dictionary of Greek
πολυπευστώ — έω, Μ διατυπώνω πολλές απορίες, διερευνώ λεπτομερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πευστῶ (< πευστος < πυνθάνομαι), πρβλ. φιλο πευστῶ] … Dictionary of Greek